- προδομεύς
- προδομ-εύς, έως, ὁ,A one who builds before, epith. of certain gods, Paus.1.42.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προδομεύς — έως, ὁ, Α (ως προσωνυμία θεών) αυτός που οικοδομεί εκ τών προτέρων («ἑστία θεῶν προδομέων καλουμένων», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δομ , ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας δεμ τού δέμω + κατάλ. εύς (πρβλ. οικο δομ εύς)] … Dictionary of Greek
προδομέων — προδομέω build before pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) προδομεύς one who builds before masc gen pl προδομέω̆ν , προδομεύς one who builds before masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)